- ἐτάξαν
- ἐτάζωexamineaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔταξαν — ἐτάζω examine aor ind act 3rd pl (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… … Dictionary of Greek
απόμισθος — ἀπόμισθος, ον (Α) 1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος 2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν 3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του … Dictionary of Greek
μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… … Dictionary of Greek
ξεναγός — ο, η (ΑΜ ξεναγός, Α και ξενιαγός) πρόσωπο που αναλαμβάνει να οδηγήσει ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου νεοελλ. ξεναγέτης αρχ. 1. αρχηγός στρατού ξένων μισθοφόρων («ἐπεὶ δὲ συνετάχθησαν ὡς ἑκάστους οἱ ξεναγοὶ ἔταξαν», Ξεν.) 2. (στους… … Dictionary of Greek
ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… … Dictionary of Greek